- σκουτάριος
- ο, ΝΜΑ(στο Βυζ.)1. στρατιώτης που έφερε σκουτάρι, ασπιδοφόρος2. ασπιδοφόρος οπλίτης τής ιδιαίτερης σωματοφυλακής τού αυτοκράτορα3. αξιωματούχος τής Αυλής που κρατούσε το σκουτάρι τού αυτοκράτορα4. ο εργαζόμενος στα εργαστήρια κατασκευής σκουταριών, αλλ. σκουτέριος ή σκουτέρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scutarius (< scutum + κατάλ. -arius)].
Dictionary of Greek. 2013.